Τον τελευταίο καιρό παρακολουθούμε μια πρωτοφανή κλιμάκωση, με αποκορύφωμα την πρόσφατη στην αντιπαράθεση Ιράν και Ισραήλ, με την… προαναγγελθείσα επίθεση του Ιράν με βαλλιστικά και μη επανδρωμένα όπλα.
Αυτή η κλιμάκωση μπορεί να… αποκλιμακώθηκε προς το παρόν με μάλλον αντισυμβατικό τρόπο, καθώς το Ιράν πραγματοποίησε μια μάλλον προσχηματική επίθεση, με συγκεκριμένο σκοπό.
Χαρακτηρίζω την επίθεση προσχηματική καθώς καμία μια επίθεση δεν είθισται να αναγγέλεται πριν εκδηλωθεί και παράλληλα ο επιτιθέμενος να διαβεβαιώνει ότι στον οπλικό φόρτο δεν περιλαμβάνεται κάποιο σύστημα μαζικής καταστροφής.
Η επίθεση αυτή στην ουσία αποτελεί μια κίνηση «κύρους», όπου το Ιράν κάνει την επίθεση, αλλά μετά δηλώνει, πως «ανταπέδωσε το χτύπημα της πρεσβείας του στη Δαμασκό και κάπου εδώ τελειώνει η υπόθεση».
Από τη μια η ιρανική στάση πρέπει να αναγνωριστεί ως ψύχραιμη, καθώς ναι μεν κάνει την απότομη κλιμάκωση, αλλά αμέσως μετά την περιχαρακώνει χρονικά, και δηλώνει «σε αναμονή της κίνησης του αντιπάλου», μεταθέτοντας το βάρος εξέλιξης στο Ισραήλ, το οποίο όπως αναμένονταν ανταπόδωσε, κι αυτό με σχετικά ήπιο τρόπο.
Η τακτική αυτή εγκαινιάζει έναν πολύ επικίνδυνο δρόμο, καθώς και το Ισραήλ, όπως και το Ιράν, μέσα στην μεγάλη συμβολικότητα κινήσεων που χαρακτηρίζει τη Μέση Ανατολή, εσαεί «οφείλουν να απαντήσουν» αλλιώς θα φανούν αδύναμα στο πολεμικό θέατρο της περιοχής. Άρα, οι επόμενοι γύροι των εχθροπραξιών θεωρούνται δεδομένοι και τώρα απλά περιμένουμε να δούμε την έκταση τους.
Η κίνηση αυτή της Τεχεράνης είχε στόχο να συσπειρώσει γύρω της κάθε αντίισραηλινή και αντιδυτική συνιστώσα στη Μέση Ανατολή ώστε να της αποφέρει την πρωτοκαθεδρία στην περιοχή, έχοντας μάλιστα την ρωσική ανοχή. Η Μόσχα έχει κάθε λόγο να αφήσει να δημιουργηθεί μια νέα εστία διεθνούς αναταραχής, που ανακουφίζει την δική της περιπέτεια στην Ουκρανία.
Όμως, δεν πρέπει να αγνοήσουμε ότι το Ιράν ως χώρα αντιμετωπίζει μεγάλους εσωτερικούς τριγμούς, οικονομική κρίση και κίνημα αμφισβήτησης της σκληρής θεοκρατίας. Κοιτά και τα δικά του όρια από πλευράς κοινωνικής απαντοχής, διατήρησης του εσωτερικού δίδυμου εξουσίας (αφού οι σκληροπυρηνικοί «Φρουροί της Επανάστασης» αποτελούν παράλληλη δομή με την κεντρική κυβέρνηση), και συντήρησης της οικονομίας πριν αυτή μπει σε υφεσιακό κύκλο και φέρει νέες λαϊκές αντιδράσεις, που ήδη εμφανίζονται ως διάχυτη δυσφορία.
Άρα μια τέτοια επιθετική και εξωστρεφής κίνηση μπορεί να φέρει εθνικιστική συσπείρωση.
Την στιγμή υπάρχουν και τα ισραηλινά αδιέξοδα, ειδικά των τελευταίων μηνών, όπου η εκστρατεία κατά της Χαμάς κερδίζει έδαφος αλλά δεν φαίνεται να κερδίζει τον πόλεμο, βλέπει την εσωτερική αμφισβήτηση στο Ισραήλ, όπου η τραγικής διακυβέρνηση Νετανιάχου έχει διχάσει την χώρα.
Η επίθεση του Ιράν όμως είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσει την ισραηλινή ακροδεξιά, οδηγώντας τη χώρα σε ακόμη πιο σκληρή στάση έναντι των Παλαιστινίων, άρα σε μεγαλύτερο χάσμα με τον αραβικό κόσμο.
Το Ισραήλ βλέπει πως το περιβάλλον του αλλάζει, χωρίς τον έλεγχο που είχε πετύχει τα προηγούμενα χρόνια, προσπαθεί να αποκαταστήσει τις σχέσεις με πολλές αραβικές χώρες, με στόχο να δομήσει ένα παράπλευρο άξονα στόχευσης του Ιράν, το οποίο παρουσιάζει ως γενικό φόβητρο της Μέσης Ανατολής.
Το πρόβλημα όμως με τις λεπτές αυτές ισορροπίες και τα μακιαβελικά παιχνίδια είναι ότι στο τέλος κανείς δεν θα βγει νικητής.
Ούτε η Μέση Ανατολή θα κερδίσει από τη διαμάχη αυτή, ούτε ο πλανήτης, γιατί δεν μπορούμε να θεωρήσουμε κέρδος είτε την αύξηση κύρους ενός θεοκρατικού και επιθετικού Ιράν που συναλλάσσεται με την τρομοκρατία, είτε την περαιτέρω διολίσθηση στον εξτρεμισμό ενός εγκλωβισμένου Ισραήλ με την κυριαρχία της ακροδεξιάς.
Με τις δύο χώρες πάνοπλες, με πυρηνικό οπλοστάσιο και με μοιρολατρική σχεδόν ανάγκη για πολεμική επίλυση, το μέλλον φαντάζει ζοφερό για τη Μέση Ανατολή, ενώ τα «απόνερα» είναι πιθανό να ταρακουνήσουν ολόκληρο τον πλανήτη.