Με την κυβέρνηση τους τελευταίους μήνες να δείχνει ότι δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος της, ήρθαν και τα άσχημα νέα από την τελευταία έρευνα της Eurostat.
Παρά τους κυβερνητικούς διθυράμβους για την πορεία της οικονομίας, οι αριθμοί, δυστυχώς, λένε την αλήθεια και τα νέα στατιστικά δεδομένα -τα οποία αφορούν το 2023- μας βάζουν στην ίδια μοίρα με την Βουλγαρία. Οι Έλληνες πλέον είναι οι δεύτεροι φτωχότεροι καταναλωτές στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ξεπερνώντας μόνο την γειτονική μας χώρα, μια χώρα που για πολλά χρόνια αποτελεί το συνώνυμο της φτώχειας.
Αυτό το στατιστικό προφανώς δεν πρόκειται για «απόνερο» της οικονομικής κρίσης που βασάνισε τη χώρα επί μακρόν γιατί δεν ήμασταν η μόνη χώρα που βιώσαμε την κρίση εκείνη.
Σχεδόν όλες οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου βρέθηκαν στη δίνη της οικονομικής κρίσης την προηγούμενη δεκαετία – βλέπε Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία- αλλά δεν βρίσκονται σήμερα στην ίδια μοίρα με την Βουλγαρία, ούτε ξύνουν τον πάτο του βαρελιού όπως η Ελλάδα που φιγουράρει στην 26η θέση από τις 27 της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αγοραστική δύναμη.
Κακώς αναφερόμαστε όμως μόνο στη Βουλγαρία αφού η Ελλάδα βρίσκεται κάτω και από χώρες όπως η Ρουμανία, η Κροατία, η Ουγγαρία, η Σλοβακία και η Λετονία, γεγονός που προκαλεί θλίψη και απογοήτευση.
Στην τραγική αυτή θέση της χώρας μας όμως, ιδιαίτερη σημασία έχει διαδραματίσει η απαξίωση των μισθωτών, των συνταξιούχων αλλά και των πολιτών με μικρά και μεσαία εισοδήματα, τους οποίους εδώ και χρόνια έχουμε αφήσει, ως πολιτεία, στην τύχη τους.
Οι μισθοί και οι συντάξεις που καταποντίστηκαν στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας δεν επανέλθαν ποτέ, την ίδια στιγμή που ο πληθωρισμός καλπάζει, χωρίς πραγματικό έλεγχο της αγοράς, καθώς για μήνες είχαμε ανεξέλεγκτες πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες τώρα δεν μπορούν να κοντρολαριστούν.
Σήμερα, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας τα φέρνει πέρα πολύ δύσκολα και αυτό αποτελεί το φυσικό επακόλουθο όταν ένας άνθρωπος με μισθό Βαλκανίων αναγκάζεται να πληρώνει στο σούπερ μάρκετ, και όχι μόνο, προϊόντα που έχουν ευρωπαϊκές τιμές.
Πέρα όμως από την Eurostat, ηχούν και άλλα «καμπανάκια» για την πορεία της Ελληνικής οικονομίας και μάλιστα απανωτά:
Έχουμε αρχικά την ΕΛΣΤΑΤ, με την προσγείωση της ανάπτυξης στο 2% του ΑΕΠ από 2,4% που προέβλεπε η κυβέρνηση.
Μετά έρχονται οι έντονες επιφυλάξεις του οίκου Moody’s για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 7% ενώ ο προϋπολογισμός προέβλεπε αύξηση 15,5%.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών παραμένει επίμονα και ανησυχητικά υψηλό.
Οι ιδιωτικές επενδύσεις παραμένουν πολύ κάτω του Ευρωπαϊκού μέσου όρου κι όσες σχετικά μεγάλες επενδύσεις γίνονται, είναι μέσω ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης, και με μόνο μια μικρή ιδιωτική συμμετοχή στο κεφάλαιο. Κοινώς, οι ιδιωτικές επενδύσεις γίνονται με δημόσιο χρήμα. Δείτε πώς ξένοι επενδυτές αγοράζουν ελληνική περιουσία χρηματοδοτούμενοι από τις Ελληνικές τράπεζες και με μηδαμινή συνδρομή ιδίων κεφαλαίων.
Παράλληλα, οι ξένες επενδύσεις, σε ποσοστό, άνω του 45%, είναι στο real estate οδηγώντας στον αφελληνισμό την ελληνική περιουσία για να θησαυρίζουν τα ξένα funds και να μην μπορούν οι Έλληνες καν να νοικιάσουν σπίτι.
Την τελευταία διετία ο μέσος πραγματικός μισθός έχει μειωθεί στην Ελλάδα 9,4% , ενώ συνολικά στην ΕΕ μειώθηκε 5,3%.
Η Τράπεζα της Ελλάδος διαπιστώνει ότι «έχουμε ολιγοπώλια στα τρόφιμα, στα καύσιμα, στις τράπεζες και στην ιδιωτική νοσοκομειακή περίθαλψη», γιατί οι κλάδοι αυτοί έχουν «σαφώς ολιγοπωλιακή δομή».
Πώς σχεδιάζει η κυβέρνηση να καταπολεμήσει όλα αυτά τα μέτωπα την ώρα που ασχολείται μόνο με τα εσωκομματικά της; Ουδείς γνωρίζει. Αυτό όμως που γνωρίζουμε είναι ότι τέτοια ζητήματα απαιτούν κυβερνητικές παρεμβάσεις, πολιτική βούληση και κατάλληλες ενέργειες από την εκάστοτε κυβέρνηση, η οποία για την ώρα παρακολουθεί άπραγη.