Τα όρια της ιατρικής ευθύνης - Νομολογιακή Προσέγγιση

Α. ΓΕΝΙΚΑ

1. Γίνεται δεκτό από τη θεωρία και τη νομολογία1, ότι υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου, όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου των νομικών αυτών προσώπων παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κειμένη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης.

2. Ειδικότερα, στην περίπτωση της ιατρικής ευθύνης, δηλαδή της ευθύνης του δημοσίου νοσοκομείου προς αποζημίωση από σφάλματα που πηγάζουν από την παροχή υπηρεσιών υγείας, αυτή μπορεί να προκύψει τόσο από πράξεις ή παραλείψεις του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού όσο και από πράξεις ή παραλείψεις του εν γένει τεχνικού προσωπικού του, ακόμη δε και από την πλημμελή ή κακή οργάνωση των υπηρεσιών του νοσοκομείου.

3. Κατά συνέπεια στην έννοια του όρου «όργανο του δημοσίου νοσοκομείου» περιλαμβάνεται κάθε εργαζόμενος που προσφέρει την εργασία του στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών υγείας από το νοσοκομείο, ακόμη δηλαδή και όσοι προβαίνουν σε απλές διεκπεραιωτικές υλικές ενέργειες, είναι δε αδιάφορο αν η σχέση που συνδέει τον εργαζόμενο με το νοσοκομείο είναι δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, αφού αυτή δεν ασκεί επιρροή στη δημιουργία ή μη της ευθύνης του δημοσίου νοσηλευτικού ιδρύματος.

4. Αναφορικά, τώρα, με την ιατρική ευθύνη που πηγάζει από το λεγόμενο «ιατρικό σφάλμα», από την άσκηση δηλαδή του ιατρικού  επαγγέλματος καθεαυτού, οι κανόνες που οριοθετούν το πλαίσιο της νόμιμης ιατρικής συμπεριφοράς  περιλαμβάνονται  πρώτα απ’ όλα στον Κώδικα  άσκησης

 

1. ΣτΕ 1019/2008, 4133/2011 7μ., 2669/2015, 1608/2016.

του Ιατρικού επαγγέλματος. Έτσι, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 13 και 24 του Κώδικα τούτου (αν.ν.1565/1939), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 330, 652, 914ΑΚ, ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία, που υπέστη ασθενής του, από κάθε αμέλεια αυτού, ακόμη και ελαφρά, αν, κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων, παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις αρχές και τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, επιδεικνύοντας την δέουσα επιμέλεια, δηλαδή, αυτήν που αναμένεται από τον μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του2.

5. Ιατρική ευθύνη γεννάται επίσης και από ιατρικές πράξεις ή παραλείψεις που συντελέστηκαν κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 9 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν.3418/2005), σύμφωνα με τις οποίες ο ιατρός, ανάμεσα σε άλλα, δίνει προτεραιότητα στην προστασία της υγείας του ασθενούς, δεν μπορεί να αρνείται την προσφορά των υπηρεσιών του για λόγους άσχετους προς την επιστημονική του επάρκεια, οφείλει να παρέχει τις υπηρεσίες του για την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών ανεξάρτητα από την ειδικότητά του και να προσφέρει τις ιατρικές υπηρεσίες του, έστω και χωρίς αμοιβή ή αποζημίωση, σε κάθε περίπτωση επέλευσης έκτακτης ανάγκης ή μαζικής καταστροφής.

6. Εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 47 του ν. 2071/1992 (φ.123 Α΄), ναι μεν καθορίζονται τα δικαιώματα του νοσοκομειακού ασθενούς (δικαίωμα προσέγγισης στις πλέον κατάλληλες για τη φύση της ασθένειάς του υπηρεσίες του νοσοκομείου, δικαίωμα να πληροφορηθεί ό,τι αφορά την κατάστασή του και να συγκατατεθεί ή αρνηθεί κάθε διαγνωστική ή θεραπευτική πράξη και λοιπά), θεσπίζονται, όμως, εξ αντιδιαστολής και θεμελιώδεις αρχές ιατρικής συμπεριφοράς βάσει των οποίων το δικαστήριο, εκτιμώντας το πραγματικό της υπόθεσης, κρίνει αν η συγκεκριμένη ιατρική αντιμετώπιση εναρμονίζεται ή όχι με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και αν, επομένως, γεννάται ή όχι εξ αυτής ευθύνη προς αποζημίωση του ασθενούς.

7. Τέλος, στις περιπτώσεις αυτές, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης,

 

2. ΣτΕ 572/2013, 2224/2014, 1608/2016

 

ή, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, λόγω ψυχικής οδύνης3 και κατά το άρθρο 931 ΑΚ εύλογο χρηματικό ποσό για την αναπηρία ή την παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα εξαιτίας του ιατρικού σφάλματος, αν αυτή επιδρά στο μέλλον του4.

Β. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Η νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, πεδίο αναπόφευκτης και συνάμα δημιουργικής αλληλεπίδρασης της ιατρικής και νομικής επιστήμης, έχει καταγράψει πληθώρα περιπτώσεων ιατρικής ευθύνης που καλύπτουν όλο το φάσμα των παρεχόμενων στα δημόσια νοσοκομεία ιατρικών και εν γένει υπηρεσιών προστασίας και βελτίωσης της υγείας των πολιτών. Η καταγραφή αυτή, χωρίς να προσδίδει στο τελικό αποτέλεσμα θετικό ή αρνητικό πρόσημο, δεν είναι άλλωστε αυτός ο σκοπός της, αξίζει να αναφερθεί εδώ με παραπομπή σε ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις, όπου άλλοτε διαπιστώνεται κατάφαση και άλλοτε απουσία «ιατρικής ευθύνης».

1. Έτσι, στην περίπτωση νεογνού που παρουσίασε «γογγυσμό, κυάνωση, ταχύπνοια, εισολκή στέρνου και μεσοπλευρίων» και τελικά απεβίωσε, κρίθηκε5, ότι ο ιατρός Χ.Α., επιδεικνυόντας την απαιτούμενη από τις περιστάσεις επιμέλεια, σύνεση και προσοχή προέβη στη διάγνωση της πάθησης του κυοφορούμενου και ενημέρωσε σχετικά τους γονείς, πλην οι τελευταίοι, οι οποίοι άλλωστε είχαν ενημερωθεί σχετικά και από τους λοιπούς μνημονευόμενους ιατρούς, ελπίζοντες, προφανώς, ότι υπάρχει πιθανότητα το τέκνο τους να γεννηθεί υγιές, με δική τους ευθύνη ανέλαβαν τη συνέχιση της κύησης. Με το σκεπτικό αυτό και με την περαιτέρω κρίση ότι η μη λήψη από τον εν λόγω ιατρό ενυπόγραφης δήλωσης των γονέων σχετικά με την ενημέρωσή τους περί της πάθησης του κυοφορούμενου δεν οδηγούσε άνευ ετέρου στο συμπέρασμα ότι αυτοί δεν είχαν ενημερωθεί, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείτο στην περίπτωση αυτή η αποδιδόμενη στον ως άνω ιατρό παράνομη παράλειψη και, ως εκ τούτου, δεν συνέτρεχε ευθύνη του νοσοκομείου προς αποζημίωση κατά τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ.

2. Σε άλλη περίπτωση το δικαστήριο6 δεν δέχθηκε την ύπαρξη ιατρικού

 

3. ΣτΕ 266/2013, 2669/2015, 1608/2016

4. ΣτΕ 1541/2013, 1717/2016, ΑΠ 18/2008 Ολομ. 1087/2010.

5. Διοικ.Εφ.Ιωαννίνων 68/2009, Στε 1608/2016

6. Διοικ.Εφ.Θεσ/νίκης 1408/2007, ΣτΕ 1717/2016

λάθους κατά την επέμβαση νεφρεκτομής, αλλά θεμελίωσε την ευθύνη του Νοσοκομείου αφενός στην έλλειψη επίδειξης ιδιαίτερης μέριμνας του χειρουργού ιατρού μετά την εν λόγω επέμβαση, συνισταμένης, πρώτον, στην παράλειψη εκ μέρους του ακριβούς και σαφούς ενημέρωσης των ιατρών της Μ.Ε.Θ. ως προς την υπόνοια σφράγισης της αρτηρίας, μη αρκούντος του περιφερικού ελέγχου των αγγείων που διενήργησε ο ίδιος κατά την ώρα της επέμβασης, καθώς και βεβαίωσης αυτών εκ μέρους του ότι δεν υπήρξε διεγχειρητικό πρόβλημα και, δεύτερον, ότι δεν φρόντισε να βρίσκεται στην άμεση διάθεση των ιατρών της Μ.Ε.Θ. και αφετέρου στην καθυστέρηση των οργάνων του Νοσοκομείου τόσο κατά την αναζήτηση αγγειοχειρουργού, αν και ήταν γνωστό ότι δεν υπήρχε ιατρός της ειδικότητας αυτής στο Νοσοκομείο, όσο και κατά την μεταφορά του ασθενούς σε έτερο Νοσοκομείο που διέθετε την εν λόγω ειδικότητα.

Τέλος, δέχθηκε ότι οι παραλείψεις αυτές, που είχαν ως συνέπεια την καθυστέρηση αντιμετώπισης του προβλήματος της μη αιμάτωσης του αριστερού κάτω άκρου του ασθενούς και την, ως εκ τούτου, πρόκληση βαριάς ισχαιμίας και, εν τέλει, τον ακρωτηριασμό του, συνιστούσαν παράβαση των εκ του άρθρου 24 του Κώδικα άσκησης του Ιατρικού επαγγέλματος (αν.ν. 1565/1939) απορρεόντων καθηκόντων των ιατρών.

3. Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση που το δικαστήριο7 έκρινε, ότι η μη εφαρμογή από το τμήμα αιμοδοσίας του νοσοκομείου της μοριακής μεθόδου PCR για τον οροδιαγνωστικό έλεγχο του αίματος των αιμοδοτών, η οποία πλεονεκτεί της μεθόδου ELISA ως προς το χρονικό διάστημα μεταξύ μόλυνσης του δότη και ελέγχου του αίματος, κατά το οποίο υφίσταται αδυναμία ανίχνευσης του ιού HIV, δεν στοιχειοθετούσε ευθύνη του νοσοκομείου προς αποζημίωση κατά τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ. Με το σκεπτικό δε αυτό απέρριψε σχετική αγωγή γονέων νεογνού που γεννήθηκε ελλιποβαρές και διαπιστώθηκε, ότι κατά την παραμονή του σε ειδική θερμοκοιτίδα της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας (Μ.Ε.Θ.) του Νοσοκομείου – Μαιευτηρίου, είχε μολυνθεί με τον ιό HIV (AIDS), ύστερα από μετάγγιση μολυσμένου αίματος που έλαβε χώρα στο Μαιευτήριο τούτο.

4. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο θάνατος ασθενούς ηλικίας δέκα επτά (17)

 

7. Διοικ.Εφ.Αθηνών 88/2007, ΣτΕ 1847/2016.

 

ετών, ο οποίος, πάσχων από χολολιθίαση, εισήλθε στο νοσοκομείο και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση χολοκυστεκτομής με τη μέθοδο της λαπαροσκόπησης. Αποδείχθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του αποτελέσματος αυτού (θανάτου) και της αμελούς συμπεριφοράς του ιατρού, συνισταμένης στην εκτέλεση μη ορθού χειρισμού κατά την είσοδο του ιατρικού εργαλείου «trocar» στην κοιλιά του αποβιώσαντος, διότι το εισήγαγε χωρίς προσοχή, βιαίως και με αδέξιο χειρισμό με αποτέλεσμα να προκαλέσει στον ασθενή τρώση της κοιλιακής αορτής, και τούτο παρότι είχε τη σχετική εμπειρία χρήσης του εν λόγω εργαλείου, αφού είχε διενεργήσει περί τις τρεις χιλιάδες (3.000) παρόμοιες χειρουργικές επεμβάσεις.

Ο χειρουργός – ιατρός παραπέμφθηκε σε δίκη με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας και κηρύχθηκε ένοχος αμετάκλητα8. Με βάση την αμετάκλητη αυτή κρίση ως προς την υπαιτιότητα του συγκεκριμένου ιατρού, ύστερα από άσκηση αγωγής των γονέων και της γιαγιάς του θανόντος, το δικαστήριο9 επιδίκασε σε βάρος του νοσοκομείου χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης ποσό 200.000 ευρώ σε καθένα από τους γονείς και ποσό 50.000 ευρώ στη γιαγιά, η κρίση δε αυτή, ύστερα από άσκηση έφεσης του νοσοκομείου, κατέστη τελεσίδικη με σχετική απόφαση10 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

5. Συμπεριφορά ιατρού, μη συνάδουσα προς τις επιταγές και τις αξιώσεις του Κώδικα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος, διαπίστωσε το δικαστήριο11 στην περίπτωση ασθενούς που εισήχθη στη Γυναικολογική κλινική νοσοκομείου, προκειμένου να υποβληθεί σε υστερεκτομή, όμως, εξαιτίας αδέξιων χειρουργικών χειρισμών, έγινε τραυματισμός του αριστερού ουρητήρα και στη συνέχεια συρραφή και τοποθέτηση παροχέτευσης με επακόλουθο την παρατεταμένη διαφυγή ούρων, την πρόκληση ουροχόων συριγγίων, την νεφρεκτομή και, τελικώς, την εκτεταμένη πρόκληση βλαβών.

Τα περιστατικά αυτά συνιστούσαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, πλημμελείς ιατρικές πράξεις αντικείμενες σε θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της απαιτούμενης από τις περιστάσεις πείρας, που είχαν ως αποτέλεσμα τη  μη  διαφύλαξη της ακεραιότητας  του  ουροποιητικού συστήματος

 

 8. Α.Π. 45/2013.

 9. Διοικ.Πρωτ.Αθηνών 3734/2011.

10. Διοικ.Εφ.Αθηνών 1884/2014.

11. Διοικ.Εφ.Αθηνών 2961/2011.

της ασθενούς και την αποκατάσταση της φυσιολογικής λειτουργίας του. Ως τέτοιας φύσης συνιστούσαν τα περιστατικά αυτά παρανομία, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, που δημιουργούσαν ευθύνη του νοσοκομείου προς αποζημίωση.

Ενόψει αυτών, το δικαστήριο εκτιμώντας την μη αναστρέψιμη βλάβη της υγείας της ασθενούς (απώλεια ενός υγιούς νεφρού) και τις συνθήκες υπό τις οποίες τελέσθηκαν οι παράνομες πράξεις και παραλείψεις των ιατρών, επιδίκασε σε βάρος του νοσοκομείου χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσού 60.000 ευρώ.

6. Με άλλη απόφαση12 κρίθηκε, ότι ο παραλείψεις του εφημερεύοντα ιατρού, που οδήγησαν στο θάνατο ασθενούς, συνιστούσαν παράβαση του Κώδικα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος, ήταν, επομένως, παράνομες κατά την έννοια των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ και θεμελίωναν υποχρέωση του νοσοκομείου προς αποζημίωση, καθώς ούτε διενεργήθηκαν εκ μέρους των ιατρών οι απαραίτητες διαγνωστικές εξετάσεις στον ασθενή, ούτε αυτός υποβλήθηκε σε εργαστηριακό έλεγχο, ενώ ο ιατρός της οικείας ειδικότητας που εφημέρευε δεν προέβη ο ίδιος σε κλινική εξέταση, αλλά αρκέστηκε σε απλή ενημέρωσή του για την κατάσταση της υγείας του ασθενούς από την ειδικευόμενη ιατρό.

7. Εξάλλου, όπως αναφέρθηκε, ιατρική ευθύνη μπορεί να προκύψει και από πράξεις ή παραλείψεις του νοσηλευτικού προσωπικού που δεν είναι συμβατές με την άσκηση της κατ’ ιδίαν ειδικότητας. Έτσι, η πτώση ασθενούς από την εξεταστική τράπεζα και η συνεπεία αυτής κάκωση της κεφαλής του, κρίθηκε από το δικαστήριο13 ότι οφειλόταν σε αμέλεια της νοσηλεύτριας να τοποθετήσει προστατευτικό κιγκλίδωμα και ότι η παράλειψή της αυτή συνιστούσε παράνομη παραμέληση εποπτείας του ασθενούς που θεμελίωνε υποχρέωση του νοσοκομείου προς αποζημίωση κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ.

8. Η έκθεση πραγματογνωμοσύνης αποτελεί το αποτελεσματικότερο αποδεικτικό  μέσο σε υποθέσεις  με  ζητήματα για  την  επίλυση των  οποίων

 

12. ΣτΕ 868/2012, βλ. και 2727/2003, 5001/2012.

13. Διοικ.Πρωτ.Αθηνών 3043/2005.

απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις ιατρικής επιστήμης. Έτσι, μετά τη διαπίστωση του διορισθέντα από το δικαστήριο πραγματογνώμονα, σύμφωνα με την οποία «η νευροχειρουργική αντιμετώπιση της ασθενούς στο συγκεκριμένο νοσοκομείο από τον υπεύθυνο νευροχειρουργό ήταν τραγική αποτυχία λόγω της διαχειριστικής ανικανότητας αυτού, οφειλόμενης πιθανώς στην επαγγελματική του ανεπάρκεια να εφαρμόσει τα διεθνώς γνωστά βασικά εγχειρητικά μέτρα της άμεσης αποσυμπίεσης του εγκεφάλου», κρίθηκε14 ότι, ενόψει της παράνομης, ως ιατρικώς μη ενδεδειγμένης, εκτέλεσης των καθηκόντων του εν λόγω ιατρού, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης του νοσοκομείου κατά τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ.

Περαιτέρω δε, το δικαστήριο έκρινε ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν στοιχειοθετείτο ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου και του ΕΚΑΒ κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, με το σκεπτικό ότι, εφόσον, σύμφωνα με την πραγματογνωμοσύνη, η μόνη ενδεδειγμένη ιατρική αντιμετώπιση της ασθενούς ήταν η άμεση, εντός 1-2 ωρών από την εισαγωγή της στα επείγοντα του Νοσοκομείου, νευροχειρουργική αποσυμπίεση του εγκεφάλου από όργανο του Νοσοκομείου, ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παρανομίας που αποδόθηκε τόσο στα όργανα του Δημοσίου όσο και στα όργανα του ΕΚΑΒ και, της ως άνω βλάβης που υπέστη η ασθενής έχει διακοπεί.

Τέλος, με βάση τα συντρέχοντα στην προκειμένη περίπτωση πραγματικά περιστατικά, το δικαστήριο έκρινε με την απόφασή του, ότι το Νοσοκομείο είχε υποχρέωση να καταβάλει στην ασθενή: 1. Για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 232 ΑΚ, το εύλογο ποσό των 200.000 ευρώ για τον ιδιαίτερο πόνο, την ψυχική και σωματική ταλαιπωρία που υπέστη από τις πολλαπλές εγχειρήσεις στις οπο΄8ιες υποβλήθηκε, την συνεχιζόμενη χωρίς ουσιαστική βελτίωση κατ’ οίκον νοσηλεία της και την αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης των στοιχειωδών λειτουργικών αναγκών διαβίωσής της. 2. Ως χρηματική παροχή του άρθρου 931 ΑΚ το εύλογο ποσό των 200.000 ευρώ, εκτιμώντας ιδίως το είδος της αναπηρίας και τις μη αναστρέψιμες βλάβες στην υγεία της ασθενούς (σπαστική τετραπληγία, αδυναμία λειτουργικής

 

 

14. Διοικ.Εφ.Αθηνών 262/2016.

 

κίνησης τόσο στα άνω όσο και στα κάτω άκρα), οι οποίες αναπόφευκτα θα επηρεάσουν δυσμενώς την επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξή της.

9. Έχει κριθεί15, επίσης, ότι ναι μεν για την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης απαιτείται ο παθών να έχει σχηματισμένη ηθική προσωπικότητα υπό την έννοια της ικανότητας του φυσικού προσώπου να δέχεται επιδράσεις από τον εξωτερικό κόσμο, ώστε να είναι σε θέση να συναισθανθεί τη ζημία, όμως το δικαστήριο μπορεί να αποκαταστήσει όχι μόνο την ενεστώσα αλλά και την μέλλουσα ηθική βλάβη.

Έτσι μπορεί να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση και σε βρέφος και σε ανήλικο τέκνο, το οποίο διανύει τους πρώτους μήνες ή τα πρώτα έτη της ζωής του για την ηθική βλάβη που είναι βέβαιο ότι θα υποστεί, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, αργότερα, όταν θα φτάσει σε ηλικία κατά την οποία θα μπορεί να δέχεται τις επιδράσεις από τον εξωτερικό κόσμο.

Με βάση την παραδοχή αυτή κρίθηκε16, ότι έπρεπε να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στην περίπτωση βρέφους, το οποίο, εξαιτίας της μη επίδειξης της δέουσας προσοχής και επιμέλειας από τη βρεφοκόμο του Μαιευτηρίου, υπέστη στους γλουτούς και στην δεξιά κνήμη εγκαύματα α΄ και β΄ βαθμού κατά την περιποίησή του με νερό, τα οποία άφησαν στο σώμα του εμφανή σημάδια, ικανά να του προξενήσουν, κατά την συνήθη πορεία πραγμάτων, ηθική βλάβη, όταν θα έχει φθάσει σε ηλικία κατά την οποία θα έχει σχηματισμένη ηθική προσωπικότητα και συναισθηματικό κόσμο.

10. Σε άλλη περίπτωση με τελεσίδικη απόφαση17 κρίθηκε, ότι η διαγνωσθείσα βλάβη της υγείας ασθενούς, ήτοι εκείνη της τετραπληγίας, οφείλετο σε παράνομες πράξεις και παραλείψεις του ιατρικού προσωπικού του Νοσοκομείου, εντοπισμένες στο διάστημα της μετεγχειρητικής νοσηλείας αυτής, που στοιχειοθετούσαν ευθύνη του τελευταίου σε αποζημίωση κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ. Αναγνωρίστηκε στη συνέχεια η υποχρέωση του Νοσοκομείου να της καταβάλει, νομιμοτόκως, το ποσό των 11.865 ευρώ για την αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας (θετικής) και     το ποσό των  750.000  ευρώ  ως χρηματική ικανοποίηση (άρθρο 932 ΑΚ) για την

 

15. ΣτΕ 1212/2002.

16. Διοικ.Πρωτ.Αθηνών 13431/2013, Διοικ.Εφ.Αθηνών 2274/2016.

17. Διοικ.Εφ.Αθηνών 3993/2004.

ηθική της βλάβη.

11. Εξάλλου, ενόψει της αμέσως παραπάνω τελεσίδικης κρίσης, έγινε δεκτό18, ότι λόγω της μόνιμης και μη αναστρέψιμης τετραπληγικής αναπηρίας και πλήρους κατάκλισης της ασθενούς, πως συνέτρεχε περίπτωση επιδίκασης σε αυτήν, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 929 και 930 του Α.Κ., αφενός της μελλοντικής της ζημίας που θα προέκυπτε από τη δαπάνη αμοιβής, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, δύο οικιακών βοηθών με το απαιτούμενο κατά μήνα ποσό και για το προβλέψιμο χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών από την έγερση της αγωγής, αφετέρου δε ως αποζημίωση για το ίδιο χρονικό διάστημα τις μηνιαίες δαπάνες προμήθειας ειδών καθαριότητας και υγιεινής.

12. Πλημμελή άσκηση των καθηκόντων των ιατρών του Νοσοκομείου, που τελούσε σε αιτιώδη σύνδεσμο με την κακή πορεία της υγείας του ασθενούς και, συνεπώς, στοιχειοθετούσε ευθύνη του Νοσοκομείου προς αποζημίωση κατά τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, διαπίστωσε το δικαστήριο με την απόφασή του19, με το σκεπτικό, σύμφωνα και με το πόρισμα της σχετικής έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, ότι η διάγνωση του ειλεού πιθανώς να ήταν εφικτή αν ο ασθενής, που είχε εισαχθεί επειγόντως ύστερα από τροχαίο ατύχημα, παρέμενε στην οικεία κλινική με υπόδειξη των ιατρών επί ικανό χρόνο και αν εξεταζόταν και άλλες ειδικότητες, όπως απαιτούν οι κανόνες της ιατρικής επιστήμης κατά τα οριζόμενα στον Κώδικα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος (αν.ν.1565/1939 Α΄/16), αλλά και στον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν.3418/2005, Α΄ 267).

13. Η καθυστέρηση στη διάγνωση “της ύπαρξης ενδοκοιλιακής αιμορραγίας που είχε ως αποτέλεσμα να μην υποβληθεί σε άμεση χειρουργική αντιμετώπιση της πάθησής του”, οδήγησε αιτιωδώς, κατά την κρίση του δικαστηρίου20, στο να υποστεί ο ασθενής “υποξαιμική ισχαιμική εγκεφαλοπάθεια μετά από ανάνηψη… η οποία οφείλεται σε ανεύρυσμα της σπληνικής αρτηρίας”. Επομένως, υφίσταντο, κατά την ίδια κρίση παράνομες παραλείψεις των ιατρών του νοσοκομείου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, αφού ενήργησαν κατά παράβαση των διατάξεων του Κώδικα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος και του Κανονισμού Ιατρικής Δεοντολογίας, οι οποίες επιβάλλουν στον ιατρό να ασκεί

 

18. Διοικ.Εφ.Αθηνών 3205/2016.

19. Διοικ.Εφ.Αθηνών 643/2016.

20. Διοικ.Εφετείο Θεσ/νίκης 514/2016.

ενσεινηδήτως το επάγγελμά του σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και, συνεπώς, στοιχειοθετείτο η κατ’ άρθρα 105 και 106 ευθύνη του Νοσοκομείου προς αποζημίωση.

14. Σε άλλη περίπτωση το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση21, ότι υπήρξε παρανομία του θεράποντος ιατρού, οργάνου του Νοσοκομείου, ο οποίος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεν επέδειξε την επιβαλλόμενη από την ιατρική δεοντολογία προσοχή και επιμέλεια, δημιουργώντας, με τις εκτιθέμενες στο ιστορικό πράξεις και παραλείψεις του, ανήκεστη βλάβη στη σωματική υγεία της ασθενούς (διατομή του ουρητήρα) και συνακόλουθα στην ψυχική της υγεία και ως εκ τούτου βλάβη στην προσωπικότητά της (ηθική).

Για την αποκατάσταση της παραπάνω βλάβης της ασθενούς το δικαστήριο, με την απόφασή του, αναγνώρισε την υποχρέωση του Νοσοκομείου να καταβάλλει σ’ αυτήν ποσό … ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (άρθρο 932 ΑΚ), καθώς και ποσό … ευρώ ως πρόσθετη αποζημίωση κατ’ άρθρο 931 ΑΚ για τις δυσμενείς συνέπειες στην οικονομική πλευρά της μελλοντικής ζωής της παθούσας.

15. Το πρωτόδικο δικαστήριο, ενόψει της ιδιαιτερότητας της διαφοράς που είχε να κρίνει (βλάβη υγείας ασθενούς αποδιδόμενη σε πλημμελή εκτέλεση νευροχειρουργικής επέμβασης), διέταξε22 τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης με συγκεκριμένα ερωτήματα ως προς τα καίρια ζητήματα της κλινικής πορείας του ασθενούς. Με βάση δε τα πορίσματα της σχετικής έκθεσης και κυρίως την απάντηση του πραγματογνώμονα, σύμφωνα με την οποία «δεν διαπιστώνεται κάποια ανορθόδοξη ή λάθος ιατρική ενέργεια», δέχθηκε23 ότι τα όργανα του Νοσοκομείου προέβησαν σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες προκειμένου να οδηγηθούν σε ορθή διάγνωση της πάθησης του ασθενούς και ενήργησαν προς αντιμετώπιση της νόσου αυτού με ενδεδειγμένη για την περίπτωσή του χειρουργική επέμβαση. Δεδομένου δε, ότι δεν διαπιστώθηκε, σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, η επικαλούμενη από τον ασθενή βλάβη της υγείας του, κατά παράβαση, όπως ισχυρίστηκε, των ιατρικών κανόνων, έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια

 

21. Διοικ.Πρωτ.Ιωαννίνων 355/2015, Διοικ.Εφ.Ιωαννίνων 8/2017.

22. Διοικ.Πρωτ.Πατρών 838/2008.

23. Διοικ.Πρωτ.Πατρών 178/2012.

ή παράλειψη αυτής από όργανο του νοσοκομείου το οποίο, συνεπώς, δεν ενείχετο σε αποζημίωση για τη φερόμενη ζημία που υπέστη ο ασθενής στην υγεία του.

Ο ασθενής αμφισβήτησε την πρωτόδικη κρίση ως εσφαλμένη, προβάλλοντας ότι το δικαστήριο δεν εκτίμησε, ως όφειλε, ούτε αξιολόγησε τα προσκομισθέντα από τον ίδιο αποδεικτικά ιατρικά στοιχεία και ότι πράττοντας κατ’ αυτό τον τρόπο προέβη σε εσφαλμένη κρίση επί του πραγματικού ζητήματος της βαριάς αναπηρίας που υπέστη, εξαιτίας της επίμαχης χειρουργικής επέμβασης.

Το δευτεροβάθμιο δικατήριο24, ύστερα από επανεξέταση του πραγματικού και επανεκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων αυτοτελώς και σε συνδυασμό μεταξύ τους, έκρινε ότι η χειρουργός του νοσοκομείου αντιμετώπισε το συγκεκριμένο περιστατικό σύμφωνα με τις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της πείρας της, όπως θα ενεργούσε εν προκειμένω συνετός και επιμελής γιατρός κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις. Επομένως, δεν συνέτρεχε στην περίπτωση αυτή παράνομη πράξη ή παράλειψη της παραπάνω χειρουργού – οργάνου του νοσοκομείου κατά τη διενέργεια της επίμαχης χειρουργικής επέμβασης και δεν θεμελιωνόταν υποχρέωση του τελευταίου για καταβολή στον ασθενή αποζημίωσης κατά τα άρθρα 105 και 106 το ΕισΝΑΚ, καθώς και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κατ’ άρθρο 932 ΑΚ.

16. Με άλλες αποφάσεις25 κρίθηκε, πως δεν αποδείχθηκε, ότι η επιλογή των ιατρών του νοσοκομείου να μη διενεργήσουν και «σπονδυλοδεσία» στον ασθενή κατά το διάστημα της νοσηλείας του σ’ αυτό, ήταν αντίθετη με τις αρχές και τα διδάγματα της ιατρικής επιστήμης και ότι η παράλειψη αυτή επέφερε τη μόνιμη αναπηρία του στα κάτω άκρα.

Ωστόσο, ο ασθενής αμφισβήτησε την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως εσφαλμένη, επικαλούμενος κατ’ έφεση σειρά ιατρικών και εργαστηριακών εξετάσεων που είχε προσκομίσει και επικαλεσθεί και κατά την πρωτόδικη δίκη. Έτσι, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την απόφασή του26, έκρινε πως για τη διάγνωση των ζητημάτων που είχε θέσει ο ασθενής πρωτοδίκως  και έθεσε και  ενώπιόν του, και τη συνακόλουθη κρίση περί της

 

24. Διοικ.Εφ.Πατρών 468/2016.

25. Διοικ.Πρωτ.Πειραιά 409 και 411/2010.

26. Διοικ.Εφ.Πειραιά 1690/2016.

βασιμότητας των λόγων αυτών και, ειδικότερα, για το αν υπήρχε στην περίπτωσή του αναγκαιότητα άμεσης διενέργειας της αναφερόμενης επέμβασης (σπονδυλοδεσία) και, περαιτέρω, για το κατά πόσον η αναπηρία του και οι προβαλλόμενες ως απότοκοι αυτής ζημίες προκλήθηκαν αιτιωδώς από την παράλειψη διενέργειας της εν λόγω επέμβασης και σε ποια έκταση, απαιτούνται ειδικές γνώσεις της ιατρικής επιστήμης, ενόψει μάλιστα και των εντελώς αντίθετων αιτιάσεων του νοσοκομείου. Με το σκεπτικό δε αυτό το δικαστήριο ανέβαλε την οριστική του κρίση και διέταξε για τα ζητήματα αυτά τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από ειδικό ιατρό ορθοπαιδικό.

17. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστατικών και τις σχετικές εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, το περιεχόμενο των οποίων εκτίμησε ελευθέρως κατ’ άρθρο 148 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, έκρινε27 ότι ο Διευθυντής της Ω.Ρ.Λ. κλινικής του νοσοκομείου, ο οποίος τελούσε σε μικτή εφημερία και αποτελούσε τον αποκλειστικά αρμόδιο ιατρό να επιληφθεί του περιστατικού του Β.Μ., δεν κατέβαλε την απαιτούμενη προσοχή και τη δέουσα επιμέλεια και δεν έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να αντιμετωπισθεί έγκαιρα και άμεσα το μετά μεγάλης πιθανότητας ενδεχόμενο της αιμορραγίας τους ασθενούς.

Περαιτέρω, έκρινε ότι ο ιατρός αυτός ενεργώντας κατά την ενάσκηση των ανατεθειμένων καθηκόντων του, που σχετίζονταν με την υγειονομική περίθαλψη του Β.Μ., δεν επέδειξε την απαιτούμενη για ιατρό επιμέλεια, κατά παράβαση των θεμελιωδών αρχών της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας (άρθρα 13 και 24 του Κώδικα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος, αν.ν.1565/1939). Ότι η παράβαση αυτή συνιστούσε παράνομη πράξη, συνδεόμενη αιτιωδώς με το ζημιογόνο αποτέλεσμα (θάνατος), που καθιστούσε υπόχρεο το νοσοκομείο, όργανο του οποίου ήταν ο εν λόγω ιατρός, σε αποζημίωση κατά τις διατάξεις των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ.

18. Σε χειρουργικό περιστατικό το δικαστήριο έκρινε28, ότι ο ιατρός δεν ενήργησε, ούτε κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης, αλλά ούτε          και μετά από αυτήν, όσο η ασθενής νοσηλεύονταν μετά την πρώτη εγχείρηση στο

 

27. Διοικ.Πρωτ.Θεσ/νίκης 486/2014. Σημείωση: Η πρωτόδικη αυτή κρίση επικυρώθηκε με τη Διοικ.Εφ.Θεσ/νίκης 852/2016.

28. Διοικ.Εφ.Πειραιά 1266/2016.

νοσοκομείο, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές τις ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας και δεν επέδειξε επιμέλεια, πέραν εκείνης που απαιτείται από το άρθρο 330 του Αστικού Κώδικα στις συναλλαγές, με αποτέλεσμα να υφίσταται αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, μεταξύ των ενεργειών του ιατρού κατά το πρώτο χειρουργείο και την πρώτη μετεγχειρητική νοσηλεία της ασθενούς στο νοσοκομείο, και της επελθούσας ζημίας αυτής.

19. Τέλος ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση ψυχικά ασθενούς, ο οποίος αυτοκτόνησε κατά τη νοσηλεία του σε ορθοπαιδικό τμήμα νοσοκομείου. Κρίνοντας για το περιστατικό αυτό, το δικαστήριο29 δέχθηκε την ύπαρξη ευθύνης του νοσοκομείου κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, με το σκεπτικό ότι ναι μεν το προσωπικό ορθοπαιδικής κλινικής δεν είναι ειδικευμένο στη νοσηλεία ασθενών που πάσχουν από ψυχική νόσο, τούτο όμως δεν αναιρεί την υποχρέωσή του να λαμβάνει τα στοιχειοδώς κατάλληλα μέτρα για την ασφάλεια των ίδιων των ασθενών, αλλά και των προσώπων γενικά που τους περιβάλλουν κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους.

Γ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η προσέγγιση της ιατρικής ευθύνης και η συχνότητα της αντιμετώπισης από τα διοικητικά δικαστήρια υποθέσεων με ζητήματα τέτοιου αντικειμένου είναι εμφανέστερη τα τελευταία χρόνια και τούτο ως αποτέλεσμα, κατά βάση, της υποβάθμισης των παρεχομένων στα δημόσια νοσοκομεία υπηρεσιών υγείας, εξαιτίας της συνεχιζόμενης, όπως είναι γνωστό, οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η ευσυνείδητη, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος με πιστή τήρηση των κανόνων της ιατρικής δεοντολογίας και η καλλιέργεια στους χρήστες των υπηρεσιών υγείας συνείδησης εμπιστοσύνης, επιπέδου αντάξιου της επιστημονικής κοινότητας των ιατρών, θα συνέδραμε σημαντικά στην μείωση αντιμετώπισης από τα δικαστήρια ακραίων περιστατικών ιατρικών λαθών και θα περιόριζε ως ένα βαθμό την αμετροεπή άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων.

*29. ΣτΕ 1977/2012

Διοικητική Δίκη
Διοικητική Δίκη