Σχολιασμός της απόφασης για την αποχή των δικηγόρων ΣτΕ 1466/2016 ΟΛΟΜ.

Νομικό περιοδικό τεύχος Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 2016
Νομικό περιοδικό τεύχος Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 2016

Α. Ιστορικό υπόθεσης

 

Στις 09.01.2016 συνεδρίασε στα γραφεία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (Δ.Σ.Α.) η Συντονιστική Επιτροπή (Σ.Ε.) των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας, προκειμένου να εκφέρει άποψη και να καθορίσει τη στάση της ως προς το προσχέδιο νόμου για την κοινωνική ασφάλιση που περιείχε ρυθμίσεις και για τους δικηγόρους.

Εξαιτίας διαφωνίας των δικηγόρων προς το προσχέδιο η  Συντονιστική Επιτροπή αποφάσισε να κηρύξει πανελλαδική αποχή των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους από 12.01.2016 έως 14.01.2016 και να εισηγηθεί προς την Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας συνέχιση και κλιμάκωση καθολικής αποχής αόριστης διάρκειας. Το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) του Δ.Σ.Α. αποφάσισε στις 11.01.2016 να συμμετάσχει στην αποχή από 12.01.2016 έως και 14.01.2016. Ακολούθως, με αλλεπάλληλες αποφάσεις της Συντονιστικής Επιτροπής ή της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας αποφασίστηκε η συνέχιση της πανελλαδικής αποχής των δικηγόρων έως και τις 14.05.2016. Αντίστοιχα, το Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. με αποφάσεις ταυτόσημου περιεχομένου και τελευταία εκείνη της 06.05.2016 παρέτεινε την αποχή έως και τις 14.05.2016.

Εξάλλου, στις 09.01.2016 (σχετική ανακοίνωση στον ιστοχώρο του Δ.Σ.Α.) αποφασίστηκε το πλαίσιο χορήγησης αδειών  για την κατ' εξαιρεση διενέργεια διαδικαστικών πράξεων, ενώ με νεότερες αποφάσεις το πλαίσιο αυτό διατηρήθηκε, εν μέρει αυστηρότερο του αρχικού, έως την παραπάνω τελευταία παράταση της αποχής. Ωστόσο, το επίμαχο προσχέδιο και, ακολούθως, σχέδιο νόμου κατέστη τελικα νόμος στις 12.05.2016 (ν. 4387/2016, Α' 85).

Τη νομιμότητα των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών περί αποχής των δικηγόρων Αθηνών αμφισβήτησε δικηγόρος μέλος του, με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας (Σ.τ.Ε.), επι της οποίας εκδόθηκε η σχολιαζόμενη με αριθμό 1466/2016 απόφαση της Ολομέλειάς του με ακυρωτικό, τελικά, αποτέλεσμα. Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι στο πλαίσιο της προσωρινής δικαστικής προστασίας η Επιτροπή Αναστολών του Σ.τ.Ε. με την προηγηθείσα με αριθμό 68/2016 απόφασή της, εκδικάζοντας τη σχετική αίτηση αναστολής, είχε οδηγηθεί σε απορριπτικό αποτέλεσμα.

 

 

 

Β. Κριθέντα Ζητήματα

 

Το Σ.τ.Ε., που κλήθηκε να κρίνει τη συμβατότητα με το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) των αποφάσεων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών περί αποχής των δικηγόρων μελών του, ανέδειξε τις πτυχές του καίριου αυτού θέματος εστιάζοντας στα παρακάτω κατά βάση ζητήματα.

Ι. Εκτελεστότητα απόφασης Δικηγορικού Συλλόγου

 

Σύμφωνα με το άρθρο 89 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α' 208) οι Δικηγορικοί Σύλλογοι ειναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σωματειακής μορφής. Το δικαστήριο, εφαρμόζοντας τη διάταξη αυτή δέχθηκε, κατά πλειοψηφία, παραπέμποντας και σε προηγούμενη κρίση του (Σ.τ.Ε. 2512/1997), ότι η απόφαση Δικηγορικού Συλλόγου για την αποχή των μελών του από τα καθήκοντά τους είναι πράξη νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, συναπτόμενη προς την άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας και το δικαίωμα δικαστικής προστασίας.

Έχουσα δε υποχρεωτικό χαρακτήρα για τους δικηγόρους που αφορά και που θα μπορούσε, σε περίπτωση μη τήρησής της, να οδηγήσει στην επιβολή κυρώσεων σε βάρος τους, έχει η απόφαση αυτή εκτελεστό χαρακτήρα, με το σκεπτικό δε αυτό έκρινε ότι είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και παραδεκτώς προσβάλλεται ενώπιον του Σ.τ.Ε.

Κατά την άποψη της μειοψηφίας, που επαναλαμβάνει αντίστοιχη μειοψηφούσα σκέψη στη Σ.τ.Ε. 2512/1997, η απόφαση του Δικηγορικού Συλλόγου περί αποχής των μελών του έχει το χαρακτήρα απλής σωματειακής απόφασης, η οποία απευθύνεται στα μέλη του συλλόγου χωρίς δέσμευση και όχι ως εκδήλωση δημόσιας εξουσίας, αλλά ως απλή προς αυτά υπόδειξη στα πλαίσια της ελεύθερης δράσης του ατόμου (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και ως τέτοια απαραδέκτως προσβάλλεται.

Όπως ειναι γνωστό, στη θεωρία υποστηρίζεται ότι τα εν λόγω νομικά πρόσωπα έχουν διφυή χαρακτήρα με προέχουσα ενδεχομένως αποστολή την προάσπιση και προαγωγή των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών τους. Με την παραδοχή αυτη και με δεδομένη τη θέση που επιφύλαξε ο νομοθέτης (άρθρα 1, 2 και 3 του Κώδικα Δικηγόρων) στο δικηγόρο, αναγορεύοντάς τον σε δημόσιο λειτουργό και συλλειτουργό της δικαιοσύνης και καθιστώντας τη θέση του στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης θεμελιώδη, ισότιμη, ανεξάρτητη και αναγκαία, η θέση της πλειοψηφίας εμφανίζεται ορθότερη, ενώ ανταποκρίνεται και στις σύγχρονες αντιλήψεις για το λειτούργημα του δικηγόρου στο σημερινό Κράτος δικαίου.

ΙΙ. Ο χρόνος διάρκειας της αποχής ως κριτήριο νομιμότητας της απόφασης

 

Το δεύτερο ζήτημα που τέθηκε ήταν η εξάρτηση της απόφασης του Δικηγορικού Συλλόγου περί αποχής των μελών του από το χρόνο διάρκειας της αποχής, υπό της έννοια, όπως δέχθηκε και η Σ.τ.Ε. 2512/1997, ότι για τη νομιμότητα της σχετικής απόφασης ο χρόνος διάρκειας της αποχής πρέπει να είναι όχι μόνον ορισμένος αλλά και βραχύς.

Για την εκτίμηση του βραχέος ή μη του χρόνου αυτού συνυπολογίζονται, κατά τη σχολιαζόμενη απόφαση, όλα τα χρονικά διαστήματα αποχής που έχουν διαδράμει, προστιθέμενα στο χρονικό διαστήμα αποχής που καθορίζει η τελικώς προσβαλλόμενη απόφαση, ανεξάρτητα αν η έναρξη της επόμενης αποχής συμπίπτει με τη λήξη της προηγούμενης.

Με το σκεπτικό αυτό το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο συνολικός χρόνος αποχής, μεγαλύτερος των τεσσάρων (4) μηνών -κατά μια (1) ημέρα-, είχε υπερβεί κατά πολύ τον επιτρεπόμενο βραχύ χρόνο αποχής και τούτο ανεξάρτητα από το περιοριστικό πλαίσιο διενέργειας διαδικαστικών πράξεων κατά τη διάρκεια της αποχής. Για το λόγο δε αυτό έκανε δεκτή την αίτηση ακυρώσεως και ακύρωσε την προσβαλλόμενη από 06.05.2016 σχετική απόφαση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.

Ωστόσο, στο πλαίσιο της προσωρινής δικαστικής προστασίας η Επιτροπή Αναστολών του Σ.τ.Ε., εκδικάζοντας τη σχετική αίτηση αναστολής, έκρινε με την απόφαση της (68/2016), απαντώντας στον ισχυρισμό για πρόδηλη βασιμότητα της αίτησης ακυρώσεως, πως "δεν μπορει να θεωρηθεί πρόδηλο ότι ο συνολικός χρόνος διάρκειας της αποχής από την έναρξη αυτής μεχρι και τις 15.04.2016 υπερβαίνει το επιτρεπόμενο από τις διατάξεις του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α. βραχύ χρονικό διάστημα, ενόψει των ισχυρισμών του Δ.Σ.Α., αλλά και του οριακού ελέγχου που ασκεί ως προς το ζήτημα αυτό ο ακυρωτικος δικαστής".

Ενόψει των δύο τούτων κρίσεων, όπου στη μεν πρώτη περίπτωση το "τετράμηνο" εκτιμήθηκε ως υπερβαίνον κατά πολύ τον επιτρεπόμενο βραχύ χρόνο αποχής, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ότι το χρονικό διάστημα των τριών μηνών και τριών ημερών δεν τον υπερβαίνει προδήλως, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το κριτήριο του χρόνου διάρκειας της αποχής ως "ποσοτικό" θα έπρεπε να συνεκτιμάται ως δευτερεύον στοιχείο της κρίσης έναντι εκείνων που κατ' αντικειμενική κρίση, αλλά κατ' αποτέλεσμα, έχουν χαρακτήρα "ποιοτικό", όπως η σπουδαιότητα των λόγων που οδήγησαν στην αποχή, το είδος και η έκταση των επιτρεπόμενων κατά τη διάρκεια της αποχής διαδικαστικών πράξεων και οι επιπτώσεις της αποχής στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης.

ΙΙΙ. Οι αποφάσεις των Δικηγορικών Συλλόγων περί αποχής ως νόμιμο μέσο δράσης και οι περιορισμοί τους

 

Η σχολιαζόμενη απόφαση, εξετάζοντας το επόμενο ζήτημα δέχθηκε, ότι οι αποφάσεις των Δικηγορικών Συλλόγων που κηρύσσουν αποχή των μελών τους από την άσκηση των καθηκόντων τους, έχοντας έρεισμα κυρίως στις διατάξεις των άρθρων 1,2,89 παρ. 1, 90 περ. γ' και δ' του Κώδικα Δικηγόρων, συνιστούν νόμιμο μέσο δράσης των συλλόγων και δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα ή σε άλλες υπερνομοθετικές διατάξεις.

Περαιτέρω, όμως, δέχθηκε και ορθώς ότι οι αποφάσεις αυτές υπόκεινται σε περιορισμούς που επιβάλλονται από τη φύση της δικαιοδοτικής λειτουργίας ως μιας από τις τρεις κρατικές λειτουργίες (άρθρο 26 του Συντάγματος), η οποία δεν είναι νοητό να παραλύει σε ενα Κράτος Δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των δικηγόρων, συλλειτουργών στην απονομή της δικαιοσύνης κατά το άρθρο 2 του Κώδικα Δικηγόρων.

Οι περιορισμοί αυτοί, όπως με σαφήνεια επισημαίνεται στην απόφαση, ερείδονται και σε άλλες διατάξεις του Συντάγματος και ειδικότερα: α) στο άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος που καθιερώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και θεμελιώνει, μαζί με το άρθρο 26, την υποχρέωση του Κράτους να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης, β) στο άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την επαγγελματική ελευθερία και το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και γ) στο άρθρο 25 παρ.1 και 3 του Συντάγματος, όπου αποτυπώνονται η αρχή της αναλογικότητας και η απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος. Εξάλλου, οι περιορισμοί αυτοί βρίσκουν έρεισμα και στο άρθρο 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α. που καθιερώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δικη, στο οποίο εμπεριέχεται και το δικαίωμα των διαδίκων να υπερασπίζουν τις υποθέσεις τους με δικηγόρο της επιλογής τους.

Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, οι περιορισμοί στις αποφάσεις των Δικηγορικών Συλλόγων περί αποχής των μελών τους από την άσκηση των καθηκόντων τους για να είναι συνταγματικώς ανεκτοί, εκτός του ότι πρέπει να στοχεύουν στη διασφάλιση διενέργειας των αναγκαίων διαδικαστικών πράξεων κατά τη διάρκεια της αποχής, πρέπει να είναι αποτέλεσμα προσεκτικής αξιολογικής επιλογής και αντικειμενικής στάθμισης των συμφερόντων που συγκρούονται, αλλά και να δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, οι οποίοι τελούν σε συνάφεια προς το αντικείμενο και το χαρακτήρα της ρυθμιζόμενης επαγγελματικής δραστηριότητας.

 

Γ. Η αποχή των δικηγόρων και το προστατευτικό πλαίσιο του άρθρου 23 του Συντάγματος

 

Η απεργία, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ.2 του Συντάγματος αποτελεί δικαίωμα που ασκείται από νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και την προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων.

Ο χαρακτήρας των απεργιών άλλαξε ριζικά τα τελευταία χρόνια, η απεργία, όμως, παραμένει και σήμερα θεμελιώδης θεσμός του ελληνικού εργατικού δικαίου.

Η σταδιακή τα τελευταία χρονια αποβιομηχάνιση της χώρας είχε ως αυτόθροη συνέπεια τη δραστική μείωση του εργατικού δυναμικού και την αύξηση, ενόψει και των νέων οικονομικών δεδομένων, του ποσοστού των αυτοαπασχολούμενων. Σε περίπτωση, όμως, ερμηνείας του όρου "απεργία" ως τη συλλογική αποχή μισθωτών σε εξαρτημένη πάντα εργασία, αφήνουμε εκτος συνταγματικής προστασίας ένα μεγάλο πλέον μέρος των εργαζομένων που είναι οι αυτοαπασχολούμενοι.

Ο αυτοαπασχολούμενος, οπως είναι και ο ελεύθερος επαγγελματίας που ασκεί το λειτούργημα του δικηγόρου, δεν έχει μεν εργοδότη, αλλά στρέφεται ενάντια στην κρατική εξουσία, η οποία καθορίζει το θεσμικό και οικονομικό πλαίσιο της απασχόλησής του.

Από την αλλη πλευρά το πεδίο ισχύος της συνδικαλιστικής ελευθερίας αφορούσε αρχικά μόνο τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, σιγά σιγά, όμως, επεκτάθηκε και στο δημόσιο. Αποτελεί πλέον πραγματικότητα το γεγονός σήμερα επιτρέπονται από το δίκαιο και οι συνδικαλιστικές ενώσεις των δημοσίων υπαλλήλων, των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή δημοσίων επιχειρήσεων.

Αυτή η εξελικτική πορεία, μαζί με τα νέα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα, που αν δεν επιβάλλουν τουλάχιστον επιτρέπουν τη θεώρηση και ανανοηματοδότηση ακόμη και των συνταγματικών διατάξεων κάτω από μια νέα οπτική, σηματοδοτούν την ανάγκη μιας νέας προσέγγισης των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των δικηγόρων και υπαγωγής τους στο προστατευτικό πλαίσιο του άρθρου 23 του Συντάγματος.

Η θέση αυτή βρίσκει έρεισμα στη ρητή αναφορά της συνταγματικής διάταξης σε "εργαζόμενους", έννοια περιλαμβάνουσα κάθε μορφής απασχόλησης, άρα και αυτή των δικηγόρων, αλλά και στην απουσία από τους περιορισμούς του άρθρου 23 παρ. 2 του Συντάγματος του ασκούμενου από το δικηγόρο ελεύθερου επαγγέλματος.

Θα μπορούσε πάντως βάσιμα να υποστηριχθεί, ότι η θέση αυτή βρίσκει έρεισμα προεχόντως στην παραδοχή ότι η συνδικαλιστική ελευθερία συγκαταλέγεται στα βασικότερα ατομικά δικαιώματα του ανθρώπου και ότι μέσω αυτής μπορεί ο άνθρωπος να διασφαλίσει τη θέση εργασίας του, να βελτιώσει τους όρους και τις συνθήκες παροχής της, καθώς και την αμοιβή του, οικοδομώντας παράλληλα την κοινωνική ισότητα και τα θεμέλια για μια κοινωνία ίσων ευκαιριών.

 

 

Βιβλιογραφία - Αρθρογραφία

 

  • Βλαχόπουλος Σπ. “Η Δυναμική ερμηνεία του Συντάγματος”
  • Παυλόπουλος Πρ. ”Το Δημόσιο Δίκαιο στον αστερισμό της οικονομικής κρίσης. Ο οικονομικός "Λαβύρινθος", ο νεοφιλέλευθερος «Μινώταυρος» και ο θεσμικός «Θησεας»”
  • Δαγτόγλου Πρ. “Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά δικαιώματα”
  • Χρυσόγονος Κ. “Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα”
  • Μάνεσης Α. “Συνταγματικά δικαιώματα, Ατομικές ελευθερίες”
  • Σκλίας Αντ. “Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα και η επίδρασή της στη δικανική σκέψη, ΕφημΔΔ 2012”
  • Δρόσος Γ. “Συνταγματικός λόγος και οικονομική κρίση, ΕφημΔΔ 2011”

 

Νομολογία

 

  • Σ.τ.Ε. 2512/1997
  • Σ.τ.Ε. 3665/2005, Ολ 1585/2010, 2522/2011

 

 

Σοφία Φ. Κατσίγιαννη

Μaster 2 Paris I – La Sorbonne

Υποψήφια Διδάκτωρ Νομικής Ε.Κ.Π.Α.