Κλεισθένης1: Η Θεσμοθετημένη παράλυση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με κορδέλες πλουραλισμού

Τα ζητήματα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, είτε σε δημοτικό είτε σε περιφερειακό επίπεδο, φαίνεται να απασχόλησαν τον πολιτικό χάρτη ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αφού η σταθερότητα στην τοπική αυτοδιοίκηση φάνταζε κι εξακολουθεί να φαντάζει όμοια με το Γεφύρι της Άρτας. Ο «δημοκρατικός» Κλεισθένης, αντικατέστησε τον «Καλλικράτη», ο οποίος με την σειρά του είχε αντικαταστήσει τον «Καποδίστρια», αλλά τα ζητήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης, δε φαίνεται να επιλύονται. Δε μπορεί, όμως, να ισχυριστεί κανείς πως δεν υπάρχει πολιτική ατζέντα πίσω από την ψήφιση του εν λόγω νομοσχεδίου.

Ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. ξεπέρασε κατά πολύ τις τακτικές και προσεγγίσεις περασμένων κυβερνήσεων με την κατάθεση του «Κλεισθένης 1», θέτοντας τα θεμέλια της πλήρους αποδιοργάνωσης των ήδη καταπονημένων περιφερειών και δήμων, επιδεικνύοντας μια οριακά αναμενόμενη καιροσκοπία.

Με το μανδύα του πολιτικού πλουραλισμού και της αναπροσαρμογής του πολιτικού σκηνικού, ο «Κλεισθένης» της απλής αναλογικής, ως άλλος Δούρειος Ίππος, υπερψηφίστηκε από την Βουλή στις 12 Ιουλίου του 2018, εξυπηρετώντας τις μικροκομματικές προθέσεις της Κυβέρνησης να αυξήσει την παρουσία της στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Με μικρή παρουσία τόσο στους Δήμους όσο και στις Περιφέρειες, ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ, φαντάζει ακόμη πιο αδύναμος να ηγηθεί, ωστόσο, με την ενίσχυση της παρουσίας του στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, οι εθνικές εκλογές και ευρωεκλογές, θα μοιάζουν πιο ανώδυνες παρά την ήττα. Αν και οι υποψήφιοι δημοτικοί-περιφερειακοί σύμβουλοι μειώνονται στο 50% ανά προβλεπόμενη έδρα, αντί του διπλάσιου που ίσχυε με το νόμο «Καλλικράτη», η απλή αναλογική διευκολύνει τις βλέψεις της κυβέρνησης για κομματική ενίσχυση στο αυτοδιοικητικό τοπίο, κάνοντας την είσοδο των υποψηφίων της, αλλά και άλλων μικρότερων κομμάτων και παρατάξεων, αρκετά ευκολότερη.

Σε δεύτερο χρόνο, η συνολική μείωση δυνατότητας εκπροσώπησης και συμμετοχής στα κοινά αντισταθμίζεται, αμφιλεγόμενα, με την προσωποπαγή στελέχωση, καθώς θεσμοθετείται αύξηση των μελών των Οικονομικών Επιτροπών και των Επιτροπών Ποιότητας Ζωής. Πιο συγκεκριμένα, πλέον ορίζονται δύο μέλη από τον Δήμαρχο ως Αντιδήμαρχοι και από έξι έως δέκα μέλη, αναλογικά με τον πληθυσμό του Δήμου και τα μέλη που αντιστοιχούν σε αυτόν. Αξίζει δε να σημειωθεί, πως τα μέλη αυτών των επιτροπών, που είναι εξαιρετικά σημαντικές για την ορθή διαχείριση και εύρυθμη λειτουργία των Δήμων, θα ορίζονται απευθείας από τον Δήμαρχο.

Η συγκεκριμένη ωστόσο πρακτική, αν και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επισφαλής με το παρόν μοντέλο διακυβέρνησης της Τ.Α., φαντάζει αναγκαία, εφόσον τα μέλη των επιτροπών έχουν πράγματι εκτελεστικές αρμοδιότητες, μέσα στο γενικότερο χάος που αναμένεται να προκληθεί στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια. Η πεισματική άρνηση του Υπουργού Εσωτερικών να υιοθετήσει κάποιες ασφαλιστικές δικλείδες αναφορικά με τη βιωσιμότητα της εφαρμογής της απλής αναλογικής, δίνει την εξουσία στις μειοψηφίες που θα εκλεγούν, να χειραγωγήσουν και να ελέγξουν την αποτελεσματικότητα των έργων και της αποδοτικότητας.

Καθότι δεν θεσμοθετήθηκε ποσοστιαίο πλαφόν 3 ή 5% όπως ζητούν οι δήμαρχοι (συμπεριλαμβανομένων και αυτών του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ.) όπως συμβαίνει σε εθνικό επίπεδο, μα ούτε και δυνατότητα προσφυγής στις κάλπες σε περίπτωση που δεν εξασφαλιστεί η «δεδηλωμένη», οι αποφάσεις και η αποτελεσματικότητα των συμβουλίων και των αυτοδιοικητικών δομών συνολικά κρέμεται από τις διαλλακτικές προθέσεις των εκάστοτε μελών, και τη διάθεση τους για συνεννόηση.

Πιο συγκεκριμένα, διάταξη που περιλαμβάνεται και ενισχύει την άποψη περί μικροκομματικών διαφορών και παραγοντικών ενστάσεων στους Δήμους και ειδικά στα συμβούλια είναι εκείνη, που δίνει τη δυνατότητα στα τοπικά συμβούλια να εκλέγονται ανεξάρτητα από τις παρατάξεις που διεκδικούν τη διοίκηση. Πως; Πλέον οι υποψήφιοι Δήμαρχοι δε θα μπορούν να έχουν στο ψηφοδέλτιό τους υποψηφίους για τοπικά συμβούλια, αφού αυτά καταργήθηκαν και επανήλθαν οι κοινότητες. Θα στήνονται λοιπόν ξεχωριστές κάλπες για τα κοινοτικά συμβούλια, στα οποία θα εκλέγεται «ο επικεφαλής ενός από τους δύο πρώτους κατά σειρά εκλογής συνδυασμού». Με την πιθανότητα, ο/η πρόεδρος του εκάστοτε κοινοτικού συμβουλίου να μην ανήκει στη νικήτρια παράταξη, η συζήτηση και συμφωνία για τα οποιαδήποτε ζητήματα φαντάζει σχεδόν απίθανη.

Αυτή η de jure συνθήκη οδηγεί μαθηματικά στην ακυβερνησία και την παράλυση. Με τον κατακερματισμό και τη μείωση της δυναμικής που μέχρι τώρα απαιτούνταν για την είσοδο στους Δήμους και τις Περιφέρειες, συνυπολογίζοντας και την έλλειψη θεσμικής εξασφάλισης βιωσιμότητας μειώνεται ο συναγωνισμός και αυξάνεται η ελευθερία για άσκηση παραγοντικών και ρουσφετολογικών πιέσεων.

Δεδομένου ότι το φαινόμενο της πολιτικής προσωπικών και κομματικών κινήτρων κατέστησε δυσλειτουργικούς αρκετούς δήμους και περιφέρειες με το υπάρχον σύστημα, το δημοκρατικό (sic) αυτό άνοιγμα, δεν αναμένεται να ενισχύσει μα να αδρανοποιήσει και να επιδεινώσει την ήδη ταλαιπωρημένη πολιτικά αυτοδιοίκηση. Αυτοί ήταν και οι φόβοι που εξέφρασε η ΚΕΔΕ, μα όπως ήταν αναμενόμενο δεν εισακούστηκαν, ούτε βέβαια και οι προτάσεις της για βελτίωση του νόμου.

Με τα κίνητρα του νόμου σαφή στις περισσότερες φωνές έξω από τον κυβερνητικό σχηματισμό, μια νέα, δυσοίωνη σελίδα έκανε την εμφάνιση της για την τοπική αυτοδιοίκηση. Το νέο νομικό πλαίσιο θα μπορούσε, ωστόσο, υπό άλλες συνθήκες και μέσω τροπολογιών να αποτελέσει αναθεώρηση του παλαιού σχεδίου και να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα της Τ.Α.

Ανάμεσα στον «Καλλικράτη» και στον σημερινό «Κλεισθένη» υπάρχει ένα ικανότατο διάστημα που θα μπορούσε να καλυφθεί, αν οι προθέσεις του υπουργείου και της κυβέρνησης ήταν πράγματι ορμώμενες από γνήσιο ενδιαφέρον και συνείδηση της αναγκαιότητας για μεταρρύθμιση στους δήμους και τις περιφέρειες.

Αντί αυτού, για ακόμη μια φορά, η κυβέρνηση, αρνούμενη να λάβει υπόψιν τις προτάσεις της αντιπολίτευσης και των οργάνων, προφασίζεται δημοκρατικά κίνητρα πίσω από τη διάθεση της να περισώσει την οποιαδήποτε παρουσία μπορεί να εξασφαλίσει, πριν την άδοξη πτώση της, με την Τοπική Αυτοδιοίκηση να πληρώνει τα σπασμένα. Αναμένεται πλέον να δούμε πόσο γρήγορα θα ζητηθεί η επαναφορά του «Καλλικράτη».