«Τουρισμός: Η επόμενη ημέρα» (Άρθρο στο Newsbeast.gr)

Αναμφίβολα, η φετινή ήταν μια από τις καλύτερες χρονιές για τον Ελληνικό τουρισμό, καθώς η χώρα μας κατακλύστηκε από πολίτες όλου του κόσμου, που ήρθαν για να απολαύσουν τη μοναδικότητα της πατρίδας μας. Το γεγονός αυτό ενέχει τεράστια σημασία για την ευημερία και αυτάρκεια της χώρας, καθώς ο τουρισμός συμβάλλει σε ποσοστό μεγαλύτερο του 20% στο ΑΕΠ.

Αν, όμως, δούμε με ψυχραιμία τα δεδομένα, μετά την αγαλλίαση που μας προσέφεραν τα «ρεκόρ» αφίξεων, τότε διαπιστώνουμε κάποιες παθογένειες που αναστέλλουν την εγγενή δυναμική ανάπτυξης του τουρισμού στη χώρα.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Μαγιόρκας στην Ισπανία, ενός νησιού με τη μισή έκταση της Κρήτης, που ίσως και να υπολείπεται σημαντικά σε φυσικό κάλλος των ελληνικών νησιών. Πλην όμως το 2021, κατέγραψε 5 εκατομμύρια τουρίστες, όταν αντίστοιχα η Κρήτη δεν έφτασε το ½ αυτών των αφίξεων. Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό; Διότι, πέραν των κλασικών διακοπών αναψυχής, έχουν αναπτυχθεί πληθώρα άλλων δραστηριοτήτων. Συγκεκριμένα, υπάρχουν πολλά γήπεδα γκολφ, που προσελκύουν ένα ιδιαίτερα απαιτητικό κοινό, έχει καλλιεργηθεί σε βάθος ο ποδηλατικός τουρισμός και διοργανώνονται ποικίλα ιατρικά και επιχειρηματικά συνέδρια. Όλες αυτές οι δράσεις σε συνδυασμό με οικονομικά τουριστικά πακέτα για άτομα τρίτης ηλικίας, παρατείνουν μέχρι και εννέα μήνες την τουριστική περίοδο, παρέχοντας μια σταθερή ροή τουριστών και, συνακόλουθα, την οικονομική ανάπτυξη του νησιού και την αύξηση του εισοδήματος των κατοίκων του.

Η Ελλάδα, αντιθέτως, αν και πλούσια σε διάφορους πόλους έλξης τουριστών, όπως για παράδειγμα τις ιαματικές πηγές, το μοναδικό βυθό της με τις ενάλιες αρχαιότητες, την πλούσια «ζώσα» ιστορία της, την ιδιαίτερη κουζίνα της, δεν έχει κατορθώσει να έλκει συστηματικά «ειδικό τουρισμό». Υπάρχουν, βέβαια, εξαιρέσεις, όπως της Καλύμνου που αφ’ εαυτής έχει αναδειχθεί σε παγκόσμιο αναρριχητικό προορισμό εκμεταλλευόμενη την προβολή της από το διαδίκτυο.

Τρεις άλλοι τομείς, που υπολείπονται σημαντικά στη χώρα και αν τους εκμεταλλευτούμε κατάλληλα, θα αυξήσουμε σημαντικά ποσοτικά και ποιοτικά τον τουρισμό μας, είναι ο ιατρικός και ο συνεδριακός τουρισμός καθώς και η προσέλκυση των ψηφιακών νομάδων.

Συγκεκριμένα, η Ελλάδα έχει την υλικοτεχνική υποδομή και το αντίστοιχο ανθρώπινο δυναμικό για να παράξει υψηλού επιπέδου αλλά παράλληλα χαμηλού κόστους ιατρικές υπηρεσίες, προσελκύοντας πληθυσμό από γειτονικές χώρες για ιατρικές επεμβάσεις, αναπαραγωγική ιατρική, οδοντιατρικές εργασίες κοκ. Τα διεθνή συνέδρια, τα οποία διοργανώνονται θεσμικά εκτός περιόδων αιχμής, προσελκύουν υψηλού προφίλ πληθυσμό, ο οποίος, όπως έχει διαπιστωθεί, επανέρχεται σε δεύτερο χρόνο για οικογενειακές διακοπές, αν μείνει ικανοποιημένος.

Τέλος, με την παγκόσμια καθιέρωση της τηλεργασίας, υπάρχει πια ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που εργάζονται εξ‘αποστάσεως και η διαμονή τους στην Ελλάδα φαντάζει ιδιαίτερα δελεαστική, εφόσον καλύπτονται οι ανάγκες τους.

Κατά συνέπεια, για να καταφέρουμε να βελτιώσουμε ποιοτικά και ποσοτικά τον τουρισμό μας πρέπει να κινηθούμε άμεσα ως χώρα σε πολλαπλά επίπεδα. Οφείλουμε να βελτιώσουμε τις ψηφιακές υποδομές μας, να δημιουργήσουμε σύγχρονα, μεγάλα συνεδριακά κέντρα, να αναδείξουμε την «κουζίνα» κάθε τόπου, να συνδέσουμε κάθε τόπο μα την Ιστορία του. Για παράδειγμα, είναι λυπηρό το φαινόμενο επισκεπτών που διαμένουν σε τουριστικά καταλύματα πέριξ της Αρχαίας Ολυμπίας να μην την επισκέπτονται, να μη δίνεται η δυνατότητα στους τουρίστες κρουαζιερόπλοιων να δοκιμάζουν και να προμηθεύονται τα τοπικά εδέσματα και, τέλος, πολύ σημαντικό για την εποχή μας να μην διαθέτουν τέτοιες περιοχές σύγχρονες ταχύτητες πρόσβασης στο διαδίκτυο.

Προφανώς και η Πολιτεία έχει θεσμικό ρόλο στην παροχή των απαιτούμενων υλικοτεχνικών υποδομών (που δυστυχώς απουσιάζουν…), αλλά κομβικό ρόλο έχει και η Τοπική Αυτοδιοίκηση, ειδικά στα μείζονα ζητήματα της ασφάλειας των επισκεπτών, της καθαριότητας και της διασύνδεσης των ξενοδοχειακών μονάδων με τις ιδιαιτερότητες του κάθε τόπου. Εξίσου σημαντική, όμως, είναι η εκπαίδευση των παρόχων τουριστικών υπηρεσιών σε οποιοδήποτε τομέα και, αντίστοιχα, η ικανοποιητική αμοιβή τους, έτσι ώστε ο τουρίστας/καταναλωτής να μένει ικανοποιημένος. Δεν είναι τυχαίο ότι δύο από τους δημοφιλέστερους προορισμούς της χώρας (Μύκονος, Σαντορίνη), φημίζονται για τις υψηλού επιπέδου υπηρεσίες τους, γεγονός που οδηγεί σε αυξημένη πληρότητα και ευημερίατων νησιών αυτών.

Συμπερασματικά, ο τουρισμός που αποτελεί ένα πολύ σημαντικό πυλώνα της Ελληνικής οικονομίας, έχει μια σχετικά καλή πορεία συγκρινόμενος με άλλους τομείς. Πλην όμως, με στοχευμένες παρεμβάσεις σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο, καθώς και με τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών, έχει όλες τις προδιαγραφές για να απογειωθεί και να αποτελεί κομβικό παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.