«Με το σχέδιο της κυβέρνησης για το ΕΣΥ δεν είμαστε πλέον όλοι ίσοι μπροστά στην ασθένεια» (Άρθρο στο newsbeast.gr)

Tο Εθνικό Σύστημα Υγείας αποτέλεσε μία από τις εμβληματικότερες μεταρρυθμίσεις με την υπογραφή του ΠΑΣΟΚ, καθώς έσπασε τις κοινωνικές ανισότητες προσφέροντας ιατρικές υπηρεσίες του σε όλους τους πολίτες.

Μετά από τη δύσκολη περιπέτεια της πανδημίας, θα έπρεπε το Κράτος μας να έχει προτεραιότητα την αναγέννηση του ΕΣΥ. Αντ’ αυτού, αυτή η φαραωνική μεγάλη μεταρρύθμιση που έχει τη σφραγίδα της δημοκρατικής παράταξης και του ΠΑΣΟΚ, ο δημόσιος χαρακτήρας του ΕΣΥ, σήμερα βλέπουμε ότι θυσιάζεται στο βωμό της εξυπηρέτησης των μικρών ή μεγαλύτερων οικονομικών συμφερόντων. Θυσιάζεται μαζί με την κοινωνική δικαιοσύνη και την ευημερία των πολιτών.

Η ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας είναι κοινωνική αναγκαιότητα στη χώρα μας. Όμως η κυβέρνηση έχει άλλες προτεραιότητες και με το νόμο της υπονομεύει στην ουσία την ομαλή λειτουργία του ΕΣΥ.

Σε ένα κοινωνικό και προοδευτικό κράτος η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας είναι η ραχοκοκαλιά του Εθνικού Συστήματος Υγείας και πρέπει να ενισχυθεί. Πρέπει να δώσουμε νέα κίνητρα στους υγειονομικούς και στους γιατρούς, να εισάγουμε νέες ειδικότητες και φυσικά αξιοποιήσουμε τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, ώστε να στηρίξουμε αυτόν το βασικό πυλώνα του κοινωνικού κράτους, όπως κάνουν άλλα ευρωπαϊκά κράτη.

Ο ελληνικός λαός πληρώνει τις τρίτες υψηλότερες ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία του σε όλη την Ευρώπη. Πάνω από την Ελλάδα κατατάσσονται μόνο η Βουλγαρία και η Λιθουανία. Όλα αυτά δείχνουν τί πρέπει να κάνει κυβέρνηση, όμως οι ιδεοληψίες και η στήριξη του ιδιωτικού τομέα εις βάρος του ΕΣΥ δεν της το επιτρέπουν, παρά το ότι μόλις πρόσφατα διαπιστώθηκε, με αφορμή την πανδημία, ότι χωρίς ισχυρό σύστημα δημόσιας υγείας μια υγειονομική κρίση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αλλιώς.

Η κυβέρνηση τροποποιεί τις εργασιακές σχέσεις των γιατρών και αλλάζει τη θεμελιώδη φιλοσοφία του ΕΣΥ, το οποίο μέχρι τώρα παρέχει δωρεάν τις υπηρεσίες του στους πολίτες. Στον πυρήνα του νόμου βρίσκεται η κατάργηση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης των γιατρών του ΕΣΥ και η δυνατότητα των ιδιωτών γιατρών να εργάζονται στο δημόσιο σύστημα υγείας.

Με εμβαλωματικό τρόπο, που μάλιστα δεν αφορά όλους τους γιατρούς του ΕΣΥ, προσπαθεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της υποχρηματοδότησης σε σχέση με τις αμοιβές των γιατρών και τα κενά στις δημόσιες δομές υγείας. Η αύξηση στους μισθούς είναι περιπαικτική και τα επιδόματα που δίνονται δεν αποτελούν κίνητρο για να εισέλθουν νέοι γιατροί στο σύστημα και να παραμείνουν οι ήδη υπηρετούντες.

Επιπλέον, μέσα στο ΕΣΥ δημιουργούνται γιατροί δύο ταχυτήτων, αφού με βάση τις προϋποθέσεις που τίθενται, δεν δίνεται η δυνατότητα σε όλους για την άσκηση παράλληλου ιδιωτικού έργου. Όφελος θα έχουν κυρίως τα μεγάλα ιδιωτικά θεραπευτήρια που θα εξασφαλίσουν φθηνό εργατικό δυναμικό.

Αυτοί που θα πληγούν όμως πάνω από όλους είναι οι ασθενείς, αφού το ΕΣΥ παραμένει σε κατάσταση οριακής λειτουργίας, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται μεγάλες λίστες αναμονής σε χειρουργεία και τακτικά ραντεβού και η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας να υποβαθμίζεται, όχι με ευθύνη του προσωπικού που καταβάλει υπεράνθρωπες προσπάθειες αλλά με αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης.

Στην ουσία, αντί να ενισχυθεί το δημόσιο σύστημα υγείας, ωθείται ο ασθενής να πληρώσει από την τσέπη του, σε μια συγκυρία μέγιστης ανασφάλειας και αδυναμίας για αξιοπρεπή διαβίωση.

Ο νόμος αυτός μας γυρνάει ολοταχώς σε παλιότερες εποχές, όταν το «φακελάκι» ήταν προαπαιτούμενο και πρόσβαση στην περίθαλψη είχαν οι έχοντες οικονομική επιφάνεια ή γνωριμίες.

Με τις κινήσεις αυτές οι κοινωνικές ανισότητες βαθαίνουν, η ιδιωτική δαπάνη υγείας θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο και το κοινωνικό αγαθό της υγείας εμπορευματοποιείται.

Αγνοείται προκλητικά το δίδαγμα της πανδημίας που προτάσσει την δημιουργία ισχυρών δημόσιων συστημάτων υγείας, αγνοείται ο σεβασμός στον πολίτη που δικαιούται ένα ολοκληρωμένο σύστημα υγείας, ενώ με το σύστημα αυτό δεν είμαστε πλέον όλοι ίσοι μπροστά στην ασθένεια.