«Μαθήματα από την πανδημία COVID-19 για το Εθνικό Σύστημα Υγείας» (Άρθρο στο news247.gr)

Εθνικό Σύστημα Υγείας

Την τελευταία διετία η χώρα μας, όπως ο όλος ο πλανήτης, άλλωστε, ταλανίζεται από την πανδημία. Οι επιπτώσεις είναι πολλαπλές και ορατές σε όλους μας, τόσο στον οικονομικό τομέα, όσο και αναφορικά με τις αλλαγές που συνέβησαν σε κοινωνικό και ατομικό επίπεδο. Κάθε χώρα επέλεξε διαφορετική στρατηγική αντιμετώπισης της πανδημίας, βασιζόμενη κυρίως στην συνεκτικότητα της κοινωνίας και την επάρκεια του υπάρχοντος συστήματος υγείας.

Στη χώρα μας, γνωρίζοντας ότι το ΕΣΥ, σε αντίθεση με τον αρχικό του σχεδιασμό, είναι ένα σύστημα με ανισομερή κατανομή των πόρων του, επιλέχθηκε σωστά, αρχικά, η προσπάθεια περιορισμού της διασποράς της νόσου. Πράγματι, η σημαντική υστέρηση κλινών εντατικής θεραπείας, η τεράστια έλλειψη νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού και η υδροκέφαλη κατανομή νοσηλευτικών ιδρυμάτων στο κέντρο και όχι στην περιφέρεια δε συνηγορούσαν περί ευνοϊκής κατάληξης.

Πλην όμως, το αιώνιο φιλότιμο των εργαζομένων και η ευλαβική τήρηση των μέτρων από σημαντική μερίδα του πληθυσμού οδήγησαν σε εντυπωσιακά καλή ανταπόκριση στο πρώτο κύμα της πανδημίας, ωθώντας δυστυχώς την κυβέρνηση σε ολέθριες επιλογές. Κρίθηκε σκόπιμο, σε μια χώρα με τα πάντα κλειστά και μερική απαγόρευση κυκλοφορίας να προσληφθούν 1.000 (!) αστυνομικοί για τη φύλαξη των Πανεπιστημίων και να μη διατεθούν τα κονδύλια αυτά στην πρόσληψη Ιατρών και Νοσηλευτών, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά κάθε συστήματος Υγείας. Αντίθετα, θεωρήθηκε επαρκές μέτρο η αύξηση των κλινών εντατικής θεραπείας. Ως εκ τούτου, στο δεύτερο και τρίτο κύμα της πανδημίας, η «κόπωση» του προσωπικού, σε συνδυασμό με την χαλάρωση των μέτρων και οι επιπλέον απώλειες προσωπικού, λόγω προσβολής από τον ιό, ή μη εμβολιασμού, οδήγησε σε τραγικά αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, η θνησιμότητα στην πατρίδα μας ξεπέρασε το 3%, όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 2%.

Η Ελλάδα, δε, διαθέτει την παγκόσμια πρωτοτυπία, ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ιατρών του ΕΣΥ είναι άνω των 55 ετών, ενώ η πλειοψηφία των νέων ιατρών εργάζονται με το βαθμό του Επικουρικού επιμελητή. Αυτή η ιδιαιτερότητα γεμίζει τους νέους ιατρούς με ανασφάλεια, καθώς δεν έχουν μια μόνιμη σχέση εργασίας, αλλά είναι έρμαια του εκάστοτέ υπουργού υγείας, ευελπιστώντας σε ετήσια η διετή ανανέωση της θητείας τους. Επιπλέον, οι μεγαλύτεροι ιατροί, δυστυχώς, δεν μπορούν για βιολογικούς λόγους να ανταπεξέλθουν επι μακρό στις πολύ έντονες καταστάσεις που δημιούργησε η πανδημία με τις συνεχείς εφημερίες και τις καθημερινές αλλαγές των θεραπευτικών πρωτοκόλλων σε μια νόσο που ήταν άγνωστη προ διετίας.

Οι χώρες που έχουν θετικό πρόσημο στη διαχείριση της πανδημίας, ήταν οι χώρες που αναγνώρισαν εγκαίρως τα κενά που είχε το σύστημα Υγείας και φρόντισαν εσπευσμένα να το θωρακίσουν. Συγκεκριμένα, έκαναν προσλήψεις σε αξιοκρατική βάση ικανού αριθμού ιατρών και νοσηλευτών σε κάθε σημείο της χώρας. Επιπλέον, έγινε καταμερισμός εργασιών και δεν παραμελήθηκαν οι ασθενείς που έπασχαν από άλλα νοσήματα. Η σύγχρονη τεχνολογία αξιοποιήθηκε και για την εκπαίδευση αμφοτέρων ιατρών και νοσηλευτών σε νέες τεχνικές και στις τρέχουσες κατευθυντήριες οδηγίες, έτσι ώστε να υπάρχει μια ενιαία θεραπευτική γραμμή.

Η Ελλάδα, είχε την τύχη υπό την έμπνευση του αείμνηστου Γ. Γεννηματά, να έχει ένα αξιόπιστο εθνικό σύστημα υγείας, το οποίο, όμως, σωρεία λάθος επιλογών, κακού σχεδιασμού, απουσία οράματος και κακή διαχείριση οδήγησαν σε ένα τέλμα. Ο COVID-19 κατέδειξε, όμως, ότι η νοσηλεία και η επαρκής αντιμετώπιση μιας πανδημίας μπορεί να γίνει αποτελεσματικά μόνο σε δημόσια τριτοβάθμια νοσοκομεία, που μπορούν να καλύψουν πλήρως τις πολλαπλές ανάγκες αυτών των ασθενών. Κατά συνέπεια είναι μονόδρομος η θωράκισή του Εθνικού συστήματος υγείας, όχι μόνο για να αντιμετωπιστεί η τρέχουσα πανδημία, αλλά και οι επόμενες που είναι πολύ πιθανό να ενσκήψουν.

Τι χρειάζεται, λοιπόν; Ένα ασθενοκεντρικό ΕΣΥ, που να καλύπτει εξατομικευμένα και ολιστικά τις ανάγκες του ασθενούς.

Πως θα γίνει αυτό; Με καταγραφή και καταμερισμό των πραγματικών αναγκών, με τη δημιουργία νοσηλευτικών μονάδων όπου χρειάζεται και συγχωνεύσεις όπου υπάρχει επάρκεια, αλλά και με ορθή κατανομή των πόρων. Πάνω από όλα όμως χρειάζεται ένα θεσμικό πλαίσιο προσλήψεων ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, σε σταθερή βάση σύμφωνα με τις ανάγκες κάθε υγειονομικής περιφέρειας και συνεχής εκπαίδευση, με γνώμονα την παροχή υψηλού επίπεδου υπηρεσιών υγείας στον ασθενή. Γιατί μια Πολιτεία που δε σέβεται και τιμά το πολυτιμότερο αγαθό ενός πολίτη, την Υγεία του, είναι καταδικασμένη να αποτύχει.